- Σπαρτιάτισσα
- η, Νβλ. Σπαρτιάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σπαρτιάς — άδος, ἡ, Α Σπαρτιάτισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτη + κατάλ. ιάς (πρβλ. Ολυμπ ιάς)] … Dictionary of Greek
Σπαρτιάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σπαρτιάτισσα, Ν, και Σπαρτιάτις, ιδος, ΜΑ, και ιων. τ. Σπαρτιήτης Α 1. ο κάτοικος τής Σπάρτης, αυτός που κατάγεται από τη Σπάρτη 2. (στην αρχαιότητα) ο πολίτης τής Λακεδαίμονος που είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτη … Dictionary of Greek
αγητός — (6ος αι. π.Χ.).Σπαρτιάτης, γιος του Αλκείδου και φίλος του βασιλιά της Σπάρτης Αρίστωνος. Ο Ά. είχε νυμφευτεί μια από τις ωραιότερες γυναίκες του Άργους, που σύμφωνα με την παράδοση ήταν ως βρέφος πολύ άσχημη, αλλά η τροφός της την πήγαινε… … Dictionary of Greek
Αγιάτις — (3ος αι. π.Χ.).Σπαρτιάτισσα, φημισμένη για την καλλονή και τα πλούτη της, κόρη του Γύλιππου και σύζυγος του βασιλιά της Σπάρτης Άγη Δ’. Μετά τη δολοφονία του συζύγου της, υποχρεώθηκε από τον άλλο βασιλιά της Σπάρτης, Λεωνίδα, να παντρευτεί τον… … Dictionary of Greek
Απελλάς — (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από τα Μέγαρα. Καταγόταν από οικογένεια γνωστών καλλιτεχνών. O πατέρας του, Καλλικλής, ήταν επίσης γλύπτης, ενώ ο παππούς του, Θεόκοσμος, υπήρξε σύγχρονος και συνεργάτης του Φειδία. Γνωστό έργο του Α. ήταν ένα σύμπλεγμα… … Dictionary of Greek
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Κλυμένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ωκεανίδα, σύζυγος του Ιαπετού και μητέρα του Άτλαντα, του Προμηθέα και του Επιμηθέα. 2. Μητέρα του Έλληνα και του Δευκαλίωνα από τον Προμηθέα. 3. Σύζυγος του Ήλιου και μητέρα του Φαέθοντα. Κατά τον Ευριπίδη, όμως … Dictionary of Greek
Κυνίσκα — (τέλη 5ου – μέσα 4ου αι. π.Χ.). Σπαρτιάτισσα ευγενής. Ήταν κόρη του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου A’ και αδελφή του Αγησίλαου. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα της εποχής της που ασχολήθηκε με την ιππασία. Παρακινημένη από τον Αγησίλαο, συμμετείχε στους… … Dictionary of Greek
Μεγαπένθης — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του βασιλιά της Σπάρτης Μενέλαου και μιας Αιτωλής δούλης, γεννημένος μετά τη φυγή της Ελένης. Ο Μενέλαος τον πάντρεψε με μια Σπαρτιάτισσα, κόρη του Αλέκτορα. Οι υπήκοοί του όμως τον θεωρούσαν … Dictionary of Greek